Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης

"Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης" του Οδυσσέα Ελύτη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 8/12/1979 (εκφωνήθηκε στα γαλλικά - μετάφραση Νεοκλή Κουτούζη) .

Κύριοι ακαδημαϊκοί
Κυρίες και κύριοι

Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά - σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα. Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία. 0 τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν τηv ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το "θείο".

Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω
ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση. Όχι να αρκεστεί στο "νυν έχον" αλλά να επεκταθεί στο "δυνατόν γενέσθαι" . Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαίμονες.
Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός - η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.

Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο να αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαv, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η Ποίηση, που εγείρεται στο σημείο όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να
προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των Θαλασσών. Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.

Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον lησού διακρίνουμε αυτό το "δέσιμο" που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο "πέραν", η δεύτερη πραγματικότητα, η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το Κάλλος ταυτίσθηκε με το Αγαθόν και το Αγαθόν με τον Ήλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθάρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που - όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους - τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη Θέση τους. Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, Θέλω να πω στο "εδώ" και στο "επέκεινα". Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν "εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην";

Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η Ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή .

Πώς να μην αναφερθώ εδώ στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Oι καιροί, φευ, εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πώς αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα μας γίνονται αντιληπτά χάρη στον ήλιο. Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά "ύβρις". Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόv ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Mας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετεινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.

Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να επαινεί το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στον βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στη υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. - χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.

Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε - προτού υπάρξει ο Mallarmé στα ευρωπαϊκά γράμματα - να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του Θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο K. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T. S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στην διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το ένα ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε, ήτανε να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του "Ευρωπαίου - Έλληνα". Δεν μιλώ για επιτυχίες, μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της Λογοτεχνίας.

Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πώς να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα, όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30 % που απομένει ύστερα από την μεταγλώττιση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και μένουμε βουβοί, αμετάδοτοι πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη - αν ανεβούμε την κλίμακα - σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.

Λέμε και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.

Για τον ποιητή - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές - η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμία σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια. Όμως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις "αναλογίες των αισθήσεων" στο πνεύμα. Όλες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Όμηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ένα κορίτσι που κρατάει έναν κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιώνει σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.

Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μια παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους Αρχαίους και μια άλλη από τους Μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.

Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.

Odysseas Elytis - Monogram

The monogram – Odysseas Elytis

 I will always mourn–hear me?–for you, alone, in Paradise.

I.

Fate, like a switchman, will turn
Elsewhere the lines of the palm
Time will concede for one moment

How else, since man loves and is loved

The heavens will perform our insides
And innocence will strike the world
With the scythe of death’s blackness.

II.

I mourn the sun and I mourn the time that comes
Without us and I sing of others who’ve passed
If this is true

The bodies addressed and boats sweetly gliding by
The guitars that flicker under the waters
The “believe me” and the “don’t”
One in the air and one in the music

The two small animals, our hands
That tried to climb one another in secret
The flowerpot cool through the open garden gate
And the parts of sea coming together
Beyond the dry-stone wall, beyond the hedge
The windflower you held in your hand
Whose purple shuddered three times for three days above the waterfall

If this is all true, I sing
The wooden beam and square tapestry
On the wall, the Mermaid with tresses unbraided
The cat that watched us in the dark

A child with incense and the red cross
The hour when night falls on unapproachable rocks
I mourn the garment that I fingered and the world came to me.

III.

Like so I speak of you and me

Because I love you and in love I know
How to enter in like the full moon
From everywhere, about your small foot in the boundless sheets
How to pluck the jasmine–and I have the power
To blow the wind and take you in sleep through the moon’s passages and the sea’s secret colonnade
–Hypnotized tree of silvering spiders

The waves have heard of you
How you caress, how you kiss
Around the neck, around the bay
How you whisper the “what” and the “eh”
Always we the light and the shadow

Always you the little star and always I the dark vessel
Always you the harbor and always I the light shining from the right
The wet jetty and the glint on the oars
High on the vine-laden house
The bound roses and cooling water
Always you the stone statue and always I the shadow that grows
You the hanging shutter and I the wind that blows it open
Because I love you and I love you
Always you the coin and I the worship that gives it value

So much the night, so much the humming in the wind
So much the mist in the air, so much the stillness
Around the despotic sea
Heavenly arch full of stars
So much your faintest breath

That I no longer have anything else
Within these four walls, this ceiling and floor
But to call for you and for my own voice to hit me
To smell your scent and for people to fear
Because people can’t bear the untried
And foreign and it’s early you hear
It’s early still in the world my love

To speak of you and me.

IV.

It’s early still in this world, do you hear me
They haven’t tamed the beast, do you hear me
My wasted blood and sharp, hear me, knife
Like a ram running across the heavens
Breaking the tails of comets, hear me
I am, hear me
I love you, hear me
I hold you and I take you and I dress you
In the white gown of Ophelia, hear me
Where do you leave me, where do you go and who, hear me

Holds your hand above the flood
The enormous flames and volcanic lava
Will bury us, hear me, and the day will come
A thousand years later when we will be, hear me
Shining fossils, hear me
For the heartlessness of men to burnish, hear me
And throw above them in a thousand pieces
And on the waters one by one, hear me
I measure my bitter pebbles, hear me
And time is a great church, hear me
Where once the forms
Of saints
Shed true tears, hear me
The bells ring loudly, hear me
I cross a deep ford
Where the angels wait with candles and funeral psalms
I go nowhere, hear me
Neither or both together, hear me

This flower of the storm and, hear me
Of love
Once and for all, we pick it
And it never comes to flower anywhere else, hear me
On another earth, on another star, hear me
There isn’t soil, there isn’t air
That we touch, the same, hear me

And no gardener was ever so lucky

To produce such a flower from such a winter, hear me
And such northern winds, only we, hear me,
In the middle of the sea
Only from the mere wish for love, hear me
Raised an entire island, hear me
With caves and capes and crags in bloom
Listen, listen
Who speaks in the waters and who cries, hear
Who seeks the other, who calls, hear
I am the one who calls and I am the one who cries, you hear me
I love you and I love you, hear me.

V.

I have spoken of you in old times
With wet nurses and veteran rebels
From where your beastly sorrow comes
The brilliance of trembling water on your face
And why it must be that I come near you
I who don’t want love but want the wind
But want the gallop of the uncovered, upright sea

And none had heard of you
Neither dittany nor wild mushroom
Of Cretan highlands, none
Only God grants and guides your hand to me

Here and there, carefully around the whole turn
Of the face’s seashore, the bay, the hair
On the hill rippling off to the left

Your body in the stance of the solitary pine
Eyes of pride and of transparent
Depth, in the house with an old china cabinet
Of yellow lace and cypress wood
Alone I wait for where you’ll first appear
High on the veranda or under the garden’s cobblestones
With the horse of the saint and the egg of Easter

Like from a wrecked wall painting
Big as the little life wanted you,
To hold within a little candle the stentorian volcanic glow

So no one will have seen or heard
Anything about you in the wilderness of dilapidated houses
Neither the buried ancestors at the edge of the garden fence
Nor the old woman with all her herbs

Of you, only I, and maybe the music
That is concealed inside me but shall return more strongly
Of you, the unformed breast of twelve years
Turning toward the future and the red crater
Of you, a bitter odor finds the body
And like a pin punctures memory
And here the soil, here the doves, here our ancient earth.

VI.

I have seen much and the earth to my mind seems more beautiful
More beautiful in the golden breath
The sharp stone, more beautiful
The dark blue of the isthmuses and the roofs among the waves
More beautiful, the rays where you pass without stepping
Unbeaten like the goddess of Samothrace atop the sea’s hills

Like so I have seen you and that will suffice
For all and time will be exonerated
In the wake of your passage
My soul like a green dolphin follows

And plays with the white and azure

Triumph, triumph, where I have been conquered
Before love and together
With the hibiscus and passion-flower
Go, go, and let me be lost

Alone, and let the sun be a newborn that you hold.
Alone, and let me be the homeland that mourns
Let it be the word that I sent to hold the laurel leaf for you
Alone, the lone, strong wind and the full
Pebble under the eyelid of dark depths
The fisherman who caught then threw Paradise back into Time.

VII.

In Paradise I have marked out an island
Akin to you and a house by the sea

With a large bed and a small door
I have thrown an echo into the depths
To see myself every morning when I rise

Half to see you passing through the waters
Half to weep for you in Paradise.

(Translation by Aliki Caloyeras)

~note~
amazing..one of the best love poems..
the first time i read this i was like "wow..what did this person write?!:O"
i believe that the translation is not capable of trasmitting the same feeling as the original,
but i think that it's still amazing..
oh well.. that'a always the "problem" with translations..
sigh.. i know that poetry is not my thing.. especially love poems..
but whenever i read the "monogram" i feel even more useless haha xD





Οδυσσέας Ελύτης - Μονόγραμμα

Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

I.

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές 
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος 
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός 

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας 
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα 
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου. 

ΙΙ. 

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται 
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν 
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά 
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά 
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" 
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική 

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας 
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο 
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες 
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί 
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες 
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού 
Κι έτρεμε τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από 
τούς καταρράχτες 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ 
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό 
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά 
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά 

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό 
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο 
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. 

ΙΙΙ. 

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω 
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος 
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια 
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη 
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω 
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές 
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα 
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς 
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" 
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο 
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά 

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο 
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά 
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά 
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες 
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει 
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει 
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ 
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ 
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: 

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο 
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά 
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική 
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα 
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή 

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο 
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα 
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου 
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι 
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο 
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς 
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου 

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. 

ΙV. 

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς 
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς 
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς 
Μαχαίρι 
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς 
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς 
Είμ’εγώ,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,μ’ακούς 
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ 
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς 
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς 

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς 

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες 
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς 
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι 
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς 
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς 
Τών ανθρώπων 
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει 

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς 
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς 
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς 
Όπου κάποτε οί φιγούρες 
Τών Αγίων 
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς 
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς 
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω 
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς 
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους 
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς 

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς 
Τής αγάπης 
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε 
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς 
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς 
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας 
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς 

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς 
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς 
Μές στή μέση τής θάλασσας 
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς 
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς 
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς 
Άκου,άκου 
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο; Ποιος φωνάζει; -- ακούς; 
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς. 

V. 

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.


~note~
καταπληκτικό... από τα πιο όμορφα του είδους του!
ύμνος στον έρωτα . . .
την πρώτη φορά που το διάβασα σκέφτηκα "τι έγραψε ο άνθρωπος?!"
καλά, το ήξερα ότι η ποίηση δεν είναι το φόρτε μου.. κ ιδίως η ερωτική.. 
αλλά κάθε φορά που διαβάζω το μονόγραμμα νιώθω ακόμα πιο μειονεκτικά χαχα xD

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

the power within...

~


what happens?... what happens when everything around you is falling apart?
for how long will you be able to support everything and everyone..before you break too?
yeah right.. i know.. when u trip or fall.. just stand up!stay up!and keep walking...
you can't let down those who depend on you..
and you can't let down your own self!

~
don't worry!
i'll help you!
i'll try to keep you from tripping..
i'll help you stand if you fall..
my voice echoes through your unconscious mind..
my power comes straight from your heart!
such a great power..that can beat anything!
and if u ever lose sight of me...
then someone will help you find me again!
the people you don't wanna let down...they won't let you down either!
your family..
your friends..
and one day your lover..your partner..

~
who are you?

~
ha!
i thought you would have figured it out by now..
I
.
.
am
.
.